Εντός ενός αραιοκατοικημένου χωριού στην ενδοχώρα της Κρήτης, μέσα σε ένα κτήμα γεμάτο ελιές και σε συνέχεια με υφιστάμενη κατοικία, αναπτύσσεται η νέα σύνθεση. Πρόκειται για μια μικρή κατοικία γραμμικής τυπολογίας (με γενεολογική ρίζα στο παραδοσιακό κρητικό “μακρυνάρι”), που λειτουργεί ως όριο, αλλά και επέκταση του παλαιού σπιτιού. Η είσοδος διαμορφώνεται στο κέντρο της πτέρυγας, σε έναν διαμπερή, κομβικό ημιυπαίθριο χώρο. Εκατέρωθεν αυτού, αναπτύσσονται από τη μία πλευρά το δωμάτιο των παιδιών με πατάρι και από την άλλη το καθιστικό με την κουζίνα-τραπεζαρία και στο άκρο της γραμμικής πτέρυγας το κυρίως υπνοδωμάτιο. Καθώς η κατοικία αναπτύσσεται στο κτήμα από τη χαμηλή προς την υψηλή στάθμη, η αβίαστη ανάβαση στο δώμα της διαμορφώνει έναν ακόμη χώρο υπαίθριας κοινωνίκης ζωής με απόσκοπτη θέα. Ένας μικρός ξενώνας αποτελεί την επέκταση της κατοικίας, ενώ ανάμεσά τους διαμορφώνεται ο υπαίθριος άξονας της εισόδου – κίνησης προς την αυλή και το σπίτι. Το υλικό κατασκευής, ο κρητικός μαλακός πωρόλιθος και το ανεπίχριστο σκυρόδεμα, συνδέουν την κατοικία με το γήινο, φυσικό περιβάλλον.