Η πρόταση αποτελεί ανασχεδιασμό υπάρχοντος κτιρίου σε συνδυασμό με την διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου και τον υφιστάμενο παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο, μέσα στον αστικό χώρο της νέας πολιτιστικής ακτής Πειραιά. Βασική συνθετική κίνηση αποτέλεσε η αποκατάσταση της κλίσης του φυσικού εδάφους από νότο προς βορά, με το ανασήκωμα του επιπέδου, έτσι ώστε η νέα επιφάνεια να διαμορφώσει τον υπαίθριο χώρο. Η νέα αυτή τοπογραφία όρισε τις βασικές δημόσιες διελεύσεις και στάσεις που μπορούν να λειτουργούν ως κοινωνικοί αγωγοί-δρόμοι και πυκνωτές-πλατείες. Τέτοιες είναι αφενός η υπαίθρια κίνηση που διασχίζει το θέμα αγκαλιάζοντας το και καταλήγει στη νέα προτεινόμενη είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, και αφετέρου, οι ποικίλες «αγκαλιές»-πλατώματα που συναντά ο περίπατος κατά την εξέλιξη του. Χαρακτηριστικό της υπαίθριας διαμόρφωσης είναι ο μεγάλος και ανυψωμένος εξώστης παρατήρησης, τόσο του αρχαιολογικού χώρου, όσο και του μακρινού θαλάσσιου μετώπου και της πόλης. Αυτή η «κορύφωση», ως ένα είδος «λίθινης πλώρης», λειτουργεί συμβολικά ως σημείο σήμανσης της εισόδου προς τον κεντρικό εκθεσιακό χώρο του μουσείου. Το μουσείο αποτελεί τοπόσημο στην νέα ζώνη των προτεινόμενων πολιτιστικών δραστηριοτήτων του Λιμένος Πειραιώς, καθώς η μεταλλική κεκλιμένη οροφή που στεγάζει και ενοποιεί τις νέες και τις υφιστάμενες κατασκευές προβάλει και σηματοδοτεί το νέο κτίριο.